Κ. Καβάφης, Το πρώτο σκαλί
Εις τον
Θεόκριτο παραπονιούνταν
μιά μέρα ο
νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυό
χρόνια πέρασαν που γράφω
κ' ένα
ειδύλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον
άρτιόν μου έργον είναι.
Αλλοίμονον,
είν' υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή
της Ποιήσεως η σκάλα·
και απ' το
σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ'
αναιβώ ο δυστυχισμένος».
Είπ' ο
Θεόκριτος· «Αυτά τα λόγια
ανάρμοστα
και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι
στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νάσαι
υπερήφανος κ' ευτυχισμένος.
Εδώ που
έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που
έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό
ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον
κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί
για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το
δικαίωμά σου νάσαι
πολίτης εις
των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο
στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο
να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά
της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά
κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που
έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που
έκαμες, μεγάλη δόξα».
Γ. Πατίλης «Υπάρχω για να ληστεύω την
ανυπαρξία»
Υπάρχω για
να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει
κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα
ποιήματα.
Είναι
διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο
δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω,
τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις
που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που
ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω
μ’ αυτό που υπάρχει.
Γ. Σαραντής: Δεν είναι η ποίηση
δεν είναι η
ποίηση
κλειστός
τόπος για ονειροπόληση
φέρνει τη
νήπια αίσθηση της πρώτης χαραυγής
κι είναι η
συμφιλίωση ενάντιων πραγμάτων
αυτό που
δένει το Θεό
με το
εφήμερο το στήθος με τη λησμονιά το βίο τον ανθρώπινο
με τη
δικαιοσύνη
δεν είναι η
ποίηση
κλειστός
τόπος για ονειροπόληση
είναι το
άλλο νόημα των πραγμάτων.
(απόσπασμα)
Τασούλα Καραγεωργίου, ΤΟ ΠΙΟ ΩΡΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΠΟΤΕ
Το πιο ωραίο
ποίημα δεν γράφεται ποτέ
Αυτοί που
ήταν να το πουν
σφραγίζουν
τα χείλη τους
και δεν τους
παίρνεις λέξη·
κι όταν αυτό
ασφυκτιά, αυτοί το καταπίνουν
το κάνουν
αίμα και λεπτές μικρές παραφυάδες
-λευκές
κλωστένιες μηχανές
παραγωγής
χαδιών και τρυφερών βλεμμάτων
Το πιο ωραίο
ποίημα δεν γράφεται ποτέ
Αυτοί που
ήταν να το πουν
δεν το
αποκηρύσσουν·
σφιχτά στα
δόντια το κρατούν
-όπως
κρατάει στα δόντια τους το κέρμα ο πεθαμένος.
Άρης Δικταίος «Η Ποίηση»
Μα εσύ,
Ποίηση,
που δε
μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ,
Ποίηση,
που δε
μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ,
το στερνό
ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την
τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο
στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο
Θάνατος,
που η
Μοναξιά,
που η Σιωπή,
τον καρτερούν
σε μια στιγμή μελλούμενη. (απόσπασμα)
Γ. Παυλόπουλος, ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Φεύγει νύχτα
μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια
φοράει μαύρα.
Ποιος είναι
και πού πηγαίνει
κανείς δεν
ξέρει.
Μέσα στη
σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν
θα γράψει.
Τόσο αόριστο
σαν τη ζωή του.
Μέσα στο
κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα
φίδι χρυσό.
Καθώς θα το
τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο
ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον
κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο
άλλος εαυτός του.
Αυτός που
χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας
τώρα στο πλάι του
και
ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το
σκοτάδι και τη λάσπη.
Γιώργης Παυλόπουλος, Η ΛΕΞΗ
Τυφλός από
χρόνια
πάλευε μ'
ένα μαύρο κάρβουνο
να γράψει
μια λέξη
πάνω στο
απόλυτο σκοτάδι.
Καμιά γραφή
και καμιά φωνή δε θα μπορούσε /
ν' αποδώσει
το φριχτό νόημα της.
Δε βρισκόταν
σε κανένα λεξικό.
Στ' όνειρο
του την έβλεπε
αχνά
χαραγμένη
μέσα σε
σπήλαιο ανεξερεύνητο
και φοβόταν
πώς οι άνθρωποι κάποτε θα την ανακαλύψουν.
Ό ίδιος
ουδέποτε τόλμησε να την προφέρει.
Μήτε ήξερε
γιατί βασανιζόταν να γράψει αυτή τη λέξη.
Γιώργης Παυλόπουλος «Η στάχτη»
Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ
στάχτη τους
τὴν πήγαινε
στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη
φοβόταν
οὐὰ
φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ
του ἔλεγε
δὲν ε ἴμαστε
πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε
πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε
μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε
μήτε μάτια.
Γίναμε
στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ
βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα
ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν
μπορε ῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα
ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ
στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ ε ἶσαι ἡ
στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε
ποῦ πᾶμε
κι ὅλο
φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ
φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ
του ἔλεγε.
Γιώργης Παυλόπουλος ,Το παιδί και οι ληστές
Ήταν ένα
παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε
τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε
νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα
σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο
ένας να τον πάμε να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο
άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον
κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα
το παιδί τρελό απ’ το φόβο του
μες από
κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε
για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το
‘παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε
πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα
παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε
τις νύχτες δύο ληστές.
Άκουγε κάθε
νύχτα τα μαχαίρια τους
άκουγε τα
σκοτεινά τους λόγια.
Κι έλεγε ο
ένας να τον πάμε να τον κάνουμε ληστή.
Κι έλεγε ο
άλλος να του βγάλουμε τα μάτια
να τον
κάνουμε ζητιάνο βιολιτζή.
Κάθε νύχτα
το παιδί τρελό απ’ το φόβο του
μες από
κάμαρες και σκάλες και διαδρόμους
τους ξέφευγε
για να χωθεί στην αγκαλιά της.
Κι εκείνη το
‘παιρνε και το χάιδευε.
το κοίμιζε
πάντα με το ίδιο παραμύθι:
Ήταν ένα
παιδί και κάτω απ’ το κρεβάτι του
πλαγιάζανε
τις νύχτες δύο ληστές...
Γιώργης Παυλόπουλος, Ο Άλλος
Εκεί που
πάλευα να τελειώσω το ποίημα
περασμένα
μεσάνυχτα
ήρθε και
πάλι ξαφνικά με ανοιχτό αμάξι
με δυο
γυναίκες αγκαλιά
και κάτω από
το παράθυρο μου
"κατέβα
άθλιε" μου φώναζε
"παράτα
τα που να σε πάρει
σκίσ΄ τα
επιτέλους τα χαρτιά"
Κατέβηκα με
την ψυχή στο στόμα
όμως ο
δρόμος ήταν έρημος
και
τσακισμένος ξαναγύρισα στο ποίημα
κι όλη τη
νύχτα πάλευα
χωρίς να το
τελειώσω.
Γ. Στογιαννίδης «Ἡ ποίηση»
Ἡ ποίηση
Ἡ ποίηση εἶναι
σκληρὴ
δὲν τὴν
κερδίζεις μὲ ψέματα,
δὲν τὴν ἀλλάζεις
ξεκοιλιάζοντας τράπουλες
ἢ θυμιατί
ζοντας τὸν ἔξω ἀποδῶ.
Φωτιὰ
ποὺ βαστάει ἀπ’
τὴν κόλαση
καὶ ποὺ μελτέμια
Αὐγουστιάτικα
λουτρὰ ἰαματικὰ
ποὺ οἱ
δυστυχισμένοι ὀνειρεύονται.
Ἡ ποίηση σοῦ
ἀφαιρεῖ τὴν πραγματικότητα
ἀφήνοντάς σε
στὶς προσβάσεις τοῦ ὕπνου
νὰ
μηρυκάζεις λέξεις.
Κάποτε ἄγγελος
Κυρίου ἔρχεται
νὰ σοῦ ἀλλάξει
τὸ μουσκεμένο προσκέφαλο.
Ἡ ποίηση εἶναι ἡ πιὸ σκληρὴ μοναξιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.