Παρεγενόμην1 δ' ἀνθρώπῳ τινὶ νουθετοῦντι2 ἑαυτοῦ ἑταῖρον, διότι ἐπίστευεν τῷ κατηγοροῦντι οὐκ ἀκούσας3 τοῦ ἀπολογουμένου ἀλλὰ μόνου τοῦ κατηγοροῦντος4 .ἔλεγεν οὖν ὡς5 δεινὸν πρᾶγμα ποιοῖ6 καταγιγνώσκων7+8 τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε αὐτὸς παραγενόμενος9 οὔτε τῶν φίλων ἀκούσας9+10 παραγενομένων, οἷς εἰκὸς ἦν αὐτὸν λέγουσιν11 πιστεύειν12· οὐδ' αὖ ἀμφοτέρων ἀκούσας9, οὕτως προπετῶς13 ἐπίστευσε τῷ κατηγοροῦντι. δίκαιον δὲ εἶναι14 καὶ τοῦ ἀπολογουμένου ἀκοῦσαι πρὸτοῦ ἐπαινεῖν ἢ μέμφεσθαι, ὥσπερ καὶ τοῦ κατηγοροῦντος. πῶς γὰρ ἄν τις ἢδίκην καλῶς δικάσαι ἢ ἀνθρώπους κατὰ τρόπον κρῖναι δύναιτο, μὴἀμφοτέρων τῶν ἀντιδίκων ἀκούσας16;
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
1. παραγίγνομαι + δοτ. = βρίσκομαι κοντά σε κάποιον (το ρήμα συντάσσεται με δοτική ως σύνθετο με την πρόθεση παρά).
2. αναφορ. μτχ. ( = ὃς ἐνουθέτει)
3. εναντιωματική μτχ. ( = εἰ καὶ οὐκ/μὴ ἤκουσεν)· οι εναντιωματικές μτχ. συνήθως δέχονται άρνηση οὐ, ενώ οι εναντιωματικές προτάσεις άρνηση μή (σπανιότερα οὐ).
4. μέλλ.: κατηγορήσω-κατερῶ, αόρ.: κατηγόρησα-κατεῖπον, πρκ.:κατηγόρηκα-κατείρηκα
5. εδώ εισάγει δευτ. ειδική πρότ. (υποκ/κή κρίση-γνώμη)
6. ευκτική πλαγίου λόγου· η δευτ. ειδική πρότ. στον ευθύ λόγο = κύρια πρότ. κρίσης ( δεινὸν πρᾶγμα ποιεῖς…)
7. κτγρμτ. μτχ. από το δεινὸν πρᾶγμα ποιοῖς
8. καταγιγνώσκω + γεν. προσώπου = κατηγορώ κάποιον, θεωρώ κάποιον ένοχο, καταδικάζω
9. εναντιωματικές μτχ. ( εἰ καὶ οὐκ/μὴ παρεγένετο -ἤκουσεν)
10. ἀκούω + γεν. + κτγρμτ. μτχ. = ακούω ότι /να (άμεση αντίληψη)
11. μτχ. τροπική ή υποθετική
12. οἷς εἰκὸς ἦν αὐτὸν λέγουσιν πιστεύειν = οἷς (δοτ. προσωπ. και υποκ. στη μτχ. λέγουσιν) εἰκὸς ἦν (απρόσ. έκφρ.) αὐτὸν (υποκ. του πιστεύειν) λέγουσιν (τροπ.-υποθ. μτχ.) πιστεύειν (τελ. απρμφ., υποκ. του εἰκὸς ἦν) = στα λόγια των οποίων ήταν φυσικό να πιστεύει
13. επιπόλαια
14. αντικ. στο ενν. ρήμα ἔλεγεν
15. πῶς γὰρ ἄν τις ἢ δίκην καλῶς δικάσαι ἢ ἀνθρώπους κατὰ τρόπον κρῖναι δύναιτο, μὴ ἀμφοτέρων τῶν ἀντιδίκων ἀκούσας: η σειρά των λέξεων: πῶς γὰρ ἄν τις δύναιτο ἢ δικάσαι δίκην καλῶς ἢ κρῖναιἀνθρώπους κατὰ τρόπον, μὴ ἀκούσας ἀμφοτέρων τῶν ἀντιδίκων
16. υποθετ. μτχ.· απόδ. δύναιτο ἄν ( = εἰ μὴ ἀκούσαι: απλή σκέψη //ἐὰν μὴἀκούσῃ: προσδοκ.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.