Ταυτίζεται ο αφηγητής με το συγγραφέα στο διήγημα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια την αντιγραφήν).
Ο
Παπαδιαμάντης, όπως και κάθε συγγραφέας, σύμφωνα με τις θεωρίες αφηγηματολογίας
δεν ταυτίζεται με τον αφηγητή του διηγήματος. Ο αφηγητής, όπως και κάθε
στοιχείο του διηγήματος, είναι ένα δημιούργημα του συγγραφέα αλλά δεν πρέπει
για κανένα λόγο να ταυτίζεται με τον ίδιο το συγγραφέα. Θα ήταν παράλογο,
άλλωστε, να θεωρούμε πως ο Παπαδιαμάντης που έχει γράψει περισσότερα από 200
διηγήματα έχει αντλήσεις όλες αυτές τις ιστορίες από την προσωπική του ζωή και
πως όλα όσα έχει γράψει αποτελούν προσωπικές του εμπειρίες. Μπορεί, βέβαια, ο
συγγραφέας να εντάσσει στις ιστορίες του προσωπικές του σκέψεις ή και
εμπειρίες, αλλά αυτό δε σημαίνει πως έχει ο ίδιος ζήσει καθετί που περιλαμβάνει
στις ιστορίες του.
Χάρη
στην επιμονή των αφηγηματολόγων οι σύγχρονοι συγγραφείς έχουν απαλλαγεί από την
ταύτισή τους με τους αφηγητές των έργων τους και οι αναγνώστες πλέον κατανοούν
πως ο αφηγητής είναι απλώς ένα δημιούργημα του συγγραφέα και όχι ο ίδιος ο
συγγραφέας. Παλιότερα, όμως, οι συγγραφείς ήταν πάντοτε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο
οι αναγνώστες να τους ταυτίσουν με τους αφηγητές τους, γι’ αυτό και
επιχειρούσαν με διάφορους τρόπους να αποστασιοποιηθούν από τους αφηγητές των
ιστοριών τους. Ο Παπαδιαμάντης, για παράδειγμα, στο Όνειρο στο κύμα κλείνει το
διήγημα του, δηλώνοντας πως ο ίδιος υπήρξε μόνο ο αντιγραφέας της ιστορίας. Σα
να βρήκε δηλαδή κάπου την ιστορία αυτή γραμμένη από κάποιον άλλον, από τον ήρωα
της ιστορίας, και ο ίδιος απλώς την αντέγραψε, τη μετέφερε στο χαρτί. Με τον
τρόπο αυτό ο Παπαδιαμάντης δηλώνει στους αναγνώστες της εποχής του πως παρά τις
τυχόν ομοιότητες που υπάρχουν με τη δική του ζωή, η ιστορία αυτή δεν είναι δική
του. Από την άλλη, ο Καβάφης, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί από τις σκέψεις που
εκφράζονται στα ποιήματά του, φρόντιζε να μεταθέτει τη δράση στο μακρινό
παρελθόν και παράλληλα δημιουργούσε πλαστά πρόσωπα στα οποία απέδιδε τις
σκέψεις του. Για παράδειγμα στο ποίημα Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου∙
ποιητού εν Κομμαγηνή∙ 595 μ.Χ., το πετυχαίνει αυτό ήδη με τον τίτλο του
ποιήματος, όπου αποδίδει τις σκέψεις και τα συναισθήματα των στίχων που
ακολουθούν, σ’ έναν ποιητή που έζησε πολλά χρόνια πριν σ’ ένα μικρό κρατίδιο
της Ασίας.
Ποια στοιχεία της αφήγησης
δίνουν ερωτικό χαρακτήρα στο διήγημα;
«Είδα
το εύμορφον σώμα να παραδέρνη κάτω, πλησιέστερον εις τον βυθόν του πόντου ή εις
τον αφρόν του κύματος, εγγύτερον του θανάτου ή της ζωής·»
«Αι
δυνάμεις μου επολλαπλασιάζοντο θαυμασίως.»
«Επί
πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης,
το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου!
Ήτο όνειρον, πλάνη, γοητεία.»
«Δεν
ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή.
Ποτέ δεν ησθάνθην τον εαυτόν μου ελαφρότερον ή εφ’ όσον εβάσταζον το βάρος
εκείνο... Ήμην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη με τας χείρας του προς
στιγμήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρον του...»
Το
γεγονός ότι ο αφηγητής έχει έντονα συναισθήματα για την κοπέλα, επηρεάζει
ουσιαστικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το περιστατικό της διάσωσής
της, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο διηγείται όσα συνέβησαν. Για τον νεαρό
αφηγητή η Μοσχούλα δεν είναι απλώς μια κοπέλα που κινδυνεύει, είναι η αγαπημένη
του που βρίσκεται σε κίνδυνο, είναι μια κοπέλα εξιδανικευμένη και λατρεμένη από
τον αφηγητή. Γι’ αυτό και παρά την ειλικρινή διαβεβαίωσή του πως δεν είχε
τίποτε το άνομο στη σκέψη του όταν έσπευδε να τη σώσει, δεν μπορεί παρά να
βιώσει λεπτό προς λεπτό και με απίστευτη ένταση τη θέαση του γυμνού σώματος
αλλά και την επαφή του με αυτό. Ο αφηγητής έχει την ευκαιρία να αγγίξει την
κοπέλα που αγαπούσε κι αυτό τον συγκλονίζει.
Κάθε
φορά που αναφέρεται στη Μοσχούλα και στην επαφή με το σώμα της ο λόγος του
αφηγητή γίνεται λυρικός και περισσότερο εξυμνητικός παρά αφηγηματικός. Το σώμα
της Μοσχούλας είναι όμορφο, απαλό, τρυφερό, ανάλαφρο, είναι ένα όνειρο, μία
γοητεία. Ο αφηγητής ζει με πλήρη ένταση και με πλήρη αφύπνιση των αισθήσεών του
την επαφή με το γυμνό σώμα της Μοσχούλας, κι ενώ πρόκειται για μια δραματική
διαδικασία διάσωσης, ο ίδιος γεύεται στιγμή προς στιγμή το άγγιγμα, την επαφή
και τη θέαση του κορμιού της κοπέλας. Ο ερωτικός χαρακτήρας επομένως προκύπτει
από τον τρόπο που ο αφηγητής αντιλαμβάνεται τις στιγμές εκείνες, καθώς ενώ για
τη Μοσχούλα είναι μια τραυματική εμπειρία που σχεδόν της κόστισε τη ζωή της,
για τον αφηγητή είναι μια πολύτιμη επαφή με το όνειρο. Η κοπέλα που αγαπά, η
κοπέλα που έχει εξιδανικεύσει στο μυαλό του, βρίσκεται τώρα γραπωμένη επάνω στο
σώμα του, κι αυτό του προσφέρει μια ευχαρίστηση πρωτόγνωρη και εν τέλει
ανεπανάληπτη.
Ποιο «δραματικό απρόοπτο»
συμβαίνει στην ενότητα αυτή; Πώς επιδρά στην εξέλιξη της ιστορίας;
Το
δραματικό απρόοπτο που συμβαίνει σ’ αυτήν την ενότητα είναι το βέλασμα της
κατσίκας-Μοσχούλας, που θέτει σε κίνηση τον νεαρό και οδηγεί στον άμεσο κίνδυνο
της κοπέλας-Μοσχούλας. Ο νεαρός μόλις ακούει το βέλασμα της κατσίκας του
σπεύδει να τη σώσει, ανήσυχος για την ασφάλειά της, αλλά τότε η σκιά του
γίνεται αντιληπτή από την κοπέλα, που έχοντας, πιθανότατα, ακούσει το βέλασμα
γυρίζει προς τη μεριά του νεαρού. Παράλληλα, η Μοσχούλα βλέπει μια βάρκα να
πλησιάζει και πανικοβάλλεται∙ αδυνατεί πλέον να διατηρήσει τον εαυτό της στην
επιφάνεια του νερού και βυθίζεται. Είναι πλέον προφανές πως κινδυνεύει να
πνιγεί, γεγονός που αναγκάζει τον νεαρό βοσκό να δράσει αμέσως προκειμένου να
τη σώσει: «Δεν έπρεπε τότε να διστάσω. Η βάρκα εκείνη απείχεν υπέρ τας είκοσιν
οργυιάς, από το μέρος όπου ηγωνία η κόρη, εγώ απείχα μόνον πέντε ή εξ οργυιάς.
Πάραυτα, όπως ήμην, ερρίφθην είς την θάλασσαν, πηδήσας με την κεφαλήν κάτω, από
το ύψος του βράχου.» Χάρη στο δραματικό απρόοπτο της ενότητας αυτής η δράση του
διηγήματος οδηγείται σε μια κορύφωση που επιτείνει την αγωνία του αναγνώστη και
προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο νεαρός βοσκός
αφήνει κατά μέρος τους δισταγμούς του και συγχρόνως ξεχνά πλήρως την κατσίκα
του για χάρη της οποίας είχε προηγουμένως αποκαλύψει την παρουσία του στην
κοπέλα. Η διάσωση της Μοσχούλας-κοπέλας σημαίνει το τέλος της
Μοσχούλας-κατσίκας.
Το
απρόοπτο αυτό θα δώσει στον νεαρό την ευκαιρία να πέσει στη θάλασσα για να
σώσει την αγαπημένη του και θα έρθει για πρώτη και μοναδική φορά σ’ επαφή με το
γυμνό της σώμα. Η επαφή αυτή θα αποτελέσει την κορύφωση της ευτυχίας του νεαρού
βοσκού, που θα ζήσει έτσι ένα όνειρο στο κύμα και παράλληλα θα επηρεάσει σε μεγάλο
βαθμό τις αποφάσεις του για τη μελλοντική του ζωή, αλλά και το πώς θα βλέπει
πλέον τις σχέσεις του με τις γυναίκες.
Ποιο είναι το «όνειρο στο κύμα»
και ποια σημασία είχε για την υπόλοιπη ζωή του βοσκού;
Το
όνειρο στο κύμα για τον νεαρό αφηγητή είναι η επαφή που έχει με την κοπέλα που
αγαπά, τη στιγμή που προσπαθεί να τη σώσει. Ο αφηγητής όχι μόνο έχει την
ευκαιρία να θαυμάσει το γυμνό σώμα της κοπέλας που αγαπά, έχει την ευκαιρία να
την αισθανθεί να δένεται πάνω του, καθώς εκείνος είναι ο άνθρωπος που της σώζει
τη ζωή. Ο νεαρός που δεν έχει το θάρρος τόσο καιρό να πλησιάσει τη Μοσχούλα και
που δεν μπορεί ούτε στον εαυτό του να παραδεχτεί τι αισθάνεται για εκείνη, τώρα
σπεύδει να τη σώσει από βέβαιο πνιγμό. Ο νεαρός βοσκός παίρνει στο χέρια του τη
λιπόθυμη κοπέλα και τη μεταφέρει με ασφάλεια στην ακτή. Δεν μας περιγράφει τι
συνέβη όταν έφτασαν στην ακτή ούτε τι ειπώθηκε μεταξύ τους, μένει μόνο στο
γεγονός της διάσωσης, στην ιδιαίτερη αυτή επαφή που είχε μαζί της, μιας και
αυτή η επαφή αποτελεί το εξιδανικευμένο όνειρο που τον ακολουθεί σε όλη την
υπόλοιπη ζωή του.
Ο
νεαρός δεν γνώρισε ποτέ ξανά κάποια κοπέλα για την οποία να αισθάνθηκε τόσο
δυνατά συναισθήματα έρωτα, με αποτέλεσμα η πλατωνική αυτή επαφή με τη Μοσχούλα
να αποτελεί για εκείνον την ευτυχέστερη στιγμή της ζωής του. Οι ερωτικές επαφές
που είχε στην πορεία δεν κατόρθωσαν ποτέ να τον αγγίξουν στο βαθμό που τον
επηρέασε η φευγαλέα αυτή επαφή με τη Μοσχούλα. Ο νεαρός από κι έπειτα είχε μόνο
ευκαιριακές σχέσεις, αλλά ποτέ δεν ερωτεύτηκε και ποτέ δεν αγάπησε κάποια άλλη
γυναίκα, όπως αγάπησε την όμορφη κοπέλα στο νησί του. Σταδιακά η αθωότητα και η
αγνότητα που χαρακτήριζε την επαφή του με τη Μοσχούλα χάθηκε, αλλά μαζί χάθηκε
και η βαθιά ικανοποίηση που γνώρισε όταν για μια και μοναδική φορά ένιωσε επάνω
του το γυμνό σώμα της Μοσχούλας.
Η
ανάμνηση της επαφής με το γυμνό κορμί της κοπέλας στάθηκε εξαιρετικά σημαντική
για τον νεαρό, μιας και τον απέτρεψε από το να αφοσιωθεί στη λατρεία του Θεού,
τον απέτρεψε δηλαδή από το να γίνει μοναχός. Αλλά, τώρα πια ο αφηγητής κατανοεί
πως θα ήταν προτιμότερο εξαιτίας της επαφής αυτής να είχε γίνει μοναχός, εφόσον
η επαφή αυτή δεν του επέτρεψε ποτέ πια να γνωρίσει έναν αντίστοιχα δυνατό και
ουσιώδη έρωτα. Η επαφή του με τις γυναίκες παρέμεινε πλέον εντελώς σαρκική και
δεν έφτασε ξανά στο επίπεδο του εξιδανικευμένου έρωτα. Η ανάμνηση εκείνης της
αίσθησης που του είχε χαρίσει το σώμα της Μοσχούλας, της βαθιάς ικανοποίησης
και ευτυχίας, στάθηκε το μέτρο που καταδίκασε τις επόμενες σχέσεις στη ζωή του,
γεγονός που σημαίνει πως θα ήταν σαφώς καλύτερο να είχε κρατήσει στη σκέψη του
την αγνή επαφή με τη Μοσχούλα, ως κάτι το ιδανικό και να είχε ακολουθήσει τη
μοναστική ζωή.
Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας
Μοσχούλας στο διήγημα; Τι συμβολίζει το «σχοίνιασμα» της;
Η
Μοσχούλα-κατσίκα υποκαθιστά ως ένα σημείο στο διήγημα τη Μοσχούλα-κοπέλα, μιας
κι ο αφηγητής δεν έχει το θάρρος να προσεγγίσει την κοπέλα, ούτε βέβαια το
θάρρος να παραδεχτεί τα αισθήματα που έχει γι’ αυτή, οπότε μεταφέρει τα θετικά
του συναισθήματα στη μικρή κατσίκα. Επιπλέον, χάρη στην ομωνυμία ανάμεσα στην
κοπέλα και την κατσίκα, η κατσίκα-Μοσχούλα αποτελεί την αφορμή για την πρώτη
επικοινωνία ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα.
Στην
κορύφωση του διηγήματος, το βέλασμα της κατσίκας προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις,
καθώς ο νεαρός που ξεκινά για να τη σώσει, γίνεται αντιληπτός από την κοπέλα, η
οποία πανικοβάλλεται, με συνέπεια να κινδυνέψει η ζωή της. Η απειλή για τη ζωή
της κατσίκας-Μοσχούλας, επομένως, συμβάλει στην πρόκληση απειλής για τη ζωή της
κοπέλας-Μοσχούλας, κι αυτό επισφραγίζει το τέλος της κατσίκας, μιας και ο
νεαρός που καλείται να επιλέξει ανάμεσα στις δύο, επιλέγει τελικά την κοπέλα.
Το
πνίξιμο της κατσίκας με το κοντό σχοινί που την είχε δέσει ο αφηγητής,
συμβολίζει τελικά τα στενά όρια στα οποία κινείται το όνειρο του νεαρού. Η
διάσωση της κοπέλας, το όνειρο στο κύμα, δε διαρκεί παρά ελάχιστες στιγμές κι
αμέσως τελειώνει. Μαζί, με το τέλος της κατσίκας έρχεται και το τέλος του
ονείρου, καθώς ο αφηγητής έχασε σταδιακά κάθε επαφή με την κοπέλα και εν τέλει
κάθε ενδιαφέρον για εκείνη.
Τα
στενά όρια ελευθερίας που άφησε ο αφηγητής στην κατσίκα του, με το κοντό σχοινί
που την έδεσε, επανέρχονται διαρκώς στο διήγημα, καθώς ο ίδιος ο αφηγητής
σύντομα θα βρεθεί περιορισμένος στα στενά όρια που θα του επιβάλλει το αφεντικό
του κι αυτή η σκέψη θα διατυπωθεί τόσο στην αρχή του διηγήματος όσο και στο
κλείσιμό του. Ο αφηγητής αισθάνεται να πνίγεται πλέον, μιας και η ελευθερία που
είχε όταν ήταν ακόμη έφηβος αποτελεί πια μακρινό παρελθόν.
Να περιγράψετε τον ήρωα του
διηγήματος: το χαρακτήρα, τις στάσεις και τις αντιδράσεις του, τις ηθικές και
θρησκευτικές αρχές του.
Ο
ήρωας του διηγήματος παρουσιάζεται εξελικτικά από την ανέμελη εφηβεία του έως
τη γεμάτη υποχρεώσεις και απογοητεύσεις ενήλικη ζωή του. Παρακολουθούμε το
νεαρό να περνά από τη χαρά και την αθωότητα των εφηβικών χρόνων, στα γεμάτα
καταπίεση και κυνικότητα χρόνια της ενήλικης ζωής.
Ο
έφηβος σε πλήρη επαφή με το φυσικό του περιβάλλον, παρά το γεγονός ότι είναι
φτωχός και ο πενιχρός μισθός που λαμβάνει από την Ιερά Μονή δεν επαρκεί για την
επιβίωσή του, εφευρίσκει τρόπους να καλύπτει τις ανάγκες του, χωρίς ποτέ να
χάνει το κυρίαρχο ευδαιμονικό συναίσθημα που του προσφέρει η αίσθηση της
απόλυτης ελευθερίας. Ο νεαρός τρώει φρούτα από τα γύρω κτήματα, μη έχοντας κατά
νου την έννοια της κλοπής ή της αμαρτίας, θέτοντας σε εφαρμογή, χωρίς να το
γνωρίζει, τις διατάξεις του Δευτερονομίου.
Ο
έφηβος ήρωας απολαμβάνει την ελευθερία του, φροντίζει με αγάπη το κοπάδι του
και -χωρίς να το παραδέχεται απόλυτα- είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα, γεγονός
που διανθίζει την καθημερινότητά του με μια γλυκιά έγνοια. Ο νεαρός, βέβαια,
δεν τολμά να φανερώσει στην κοπέλα τα συναισθήματά του, μιας και δεν έχει καν
το θάρρος να της μιλήσει. Προτιμά να την παρακολουθεί και να τη θαυμάζει από
μακριά, έχοντας ως παρηγοριά για την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ τους, τη μικρή
κατσίκα που την ονομάζει Μοσχούλα.
Το
μοναδικό σημείο στο οποίο θα δοκιμαστούν πραγματικά ο χαρακτήρας και οι αρχές
του εφήβου είναι όταν θα βρεθεί άθελά του κοντά στο σημείο που κολυμπά η
Μοσχούλα. Ο νεαρός θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να απομακρυνθεί από εκεί, ώστε
αφενός να μην τρομάξει την κοπέλα κι αφετέρου να μη θεωρηθεί ότι βρέθηκε εκεί
σκόπιμα και τιμωρηθεί. Παρά το γεγονός, όμως, ότι ο νεαρός ήρωας γνωρίζει πως δεν
είναι σωστό να παρακολουθεί την κοπέλα και παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις
του πάτερ Σισώη και του πνευματικού του μοναστηριού ότι θα πρέπει να αποφεύγει
τον γυναικείο πειρασμό, η επιθυμία του να θαυμάσει το γυμνό της σώμα, θα
υπερνικήσει τις ηθικές του αναστολές.
Η
σωτηρία της κοπέλας θα αναδείξει την αποφασιστικότητα του νεαρού και παράλληλα
θα αποκαλύψει την αγνότητα των συναισθημάτων του, καθώς όπως μας διαβεβαιώνει,
παρόλο που ένιωθε επάνω του το γυμνό της σώμα, καμία ιδιοτελή σκέψη δε υπήρχε
στο μυαλό του. Το μόνο που ήθελε ήταν να σώσει την αγαπημένη του.
Η
επαφή με τον πειρασμό, η πλατωνική αυτή επαφή με τη Μοσχούλα, θα αποτελέσει
βασικό λόγο για την απόφαση του νεαρού να μην επιλέξει το μοναστικό βίο και
παράλληλα θα σταθεί ως μέτρο σύγκρισης για τις μελλοντικές του επαφές με
γυναίκες. Έτσι, ο ήρωας της ιστορίας καθώς θα περνά στην ενήλικη ζωή, θα χάσει
την αθώα θέαση του έρωτα και θ’ αποκτήσει μια κυνική στάση απέναντι στις
γυναίκες, τις οποίες θα θεωρεί πλέον ως φορείς αμαρτίας.
Ο
ευτυχισμένος νεαρός, με την αθωότητα και την ειλικρινή αγάπη, θα γίνει ένας
καταπιεσμένος ενήλικας, με ενδόμυχο μίσος για το αφεντικό του, με απέχθεια για
τη ζωή του στην Αθήνα και μια αρνητική εικόνα για τις γυναίκες. Η κάποτε
ειλικρινής πίστη του στο χριστιανισμό και την εκκλησία, θα μετατραπεί σε μια εκ
των έσω γνωριμία με τον κόσμο της θρησκείας, που θα τον απωθήσει και θα τον
οδηγήσει να επιλέξει τη νομική (... κι έγινα δικηγόρος... Αφού επέρασα από δύο
ιερατικάς σχολάς, ήτον επόμενον!).
Ο
ενήλικας ήρωας αντιλαμβάνεται πως η ζωή του θα ήταν καλύτερη αν δεν είχε
περάσει μια πολυετή περίοδο σπουδών και δεν είχε γνωρίσει την πραγματική εικόνα
του κόσμου. Λίγα «κολλυβογράμματα» ήταν αρκετά για τη σωτηρία της ψυχής του,
μιας και θα μπορούσε να διατηρήσει ως ένα βαθμό την εφηβική αθωότητα στον τρόπο
που αντιλαμβάνεται τα πράγματα και δεν θα ερχόταν σ’ επαφή με την ανειλικρίνεια
και την παρακμή των ανθρώπων.
Πώς εμφανίζεται το θέμα του
έρωτα στο συγκεκριμένο διήγημα;
Ο
Παπαδιαμάντης αντικρίζει, μέσα από τα μάτια ενός εφήβου, τον έρωτα με τη μαγεία
της πλατωνικής αθωότητας. Ο νεαρός ήρωας είναι ερωτευμένος με τη Μοσχούλα, αλλά
δεν τολμά να παραδεχτεί τα συναισθήματά του ούτε στον εαυτό του. Αρκείται στο
να παρατηρεί την κοπέλα και να παρακολουθεί τις συνήθειές της, χωρίς να
λαμβάνει την πρωτοβουλία της επικοινωνίας, γεγονός που μπορεί να οφείλεται και
στη σαφή διάκριση που υπάρχει μεταξύ τους σε κοινωνικό επίπεδο. Ο φτωχός ήρωας
γνωρίζει πως ο θείος της κοπέλας έχει πάρα πολλά χρήματα και κατανοεί ενδόμυχα
πως ανάμεσα σε αυτόν και την κοπέλα υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα.
Ο
νεαρός ήρωας θαυμάζει την ομορφιά της κοπέλας και εξιδανικεύει την παρουσία
της, διατηρώντας μεταξύ τους τις αποστάσεις εκείνες που συντελούν στη συντήρηση
του μυστηρίου για την προσωπικότητα του άλλου. Ο έρωτάς του για την κοπέλα θα
παραμείνει ανολοκλήρωτος, πλατωνικός, χωρίς τη φθορά που επιφέρει η καθημερινή
επαφή και η βαθύτερη γνωριμία. Η Μοσχούλα παραμένει έτσι για τον ήρωα μια
μαγευτική παρουσία∙ την ποθεί και την αγαπά, αλλά δεν θα τολμήσει ποτέ να της εκμυστηρευτεί
τον έρωτά του, επιτρέποντας έτσι στην εξιδανίκευσή της να διατηρηθεί για
χρόνια.
Ο
έρωτας θα απομυθοποιηθεί για τον ήρωα μόνο στα χρόνια της ενήλικης ζωής του,
όταν απογοητευμένος από την απουσία της ιδιαίτερης εκείνης συναισθηματικής
έλξης που αισθανόταν για τη Μοσχούλα, θα αρχίσει να θεωρεί τις γυναίκες ως
φορείς αμαρτίας, κινούμενες μόνο από σκέψεις συμφέροντος και χωρίς καμία
ιδιαίτερη αρετή, πέραν από το σωματικό τους κάλλος, το οποίο αξιοποιούν για να
παρασύρουν τους άντρες.
α) Είναι, κατά τη γνώμη σας,
πρωτότυπη η ιστορία που διαβάσατε; β)
Ποια στοιχεία του παραμυθιού διακρίνατε στην ιστορία αυτή και ποια της
καθημερινής πραγματικότητας;
Η
ιστορία που μας διηγείται ο Παπαδιαμάντης παρά την απλότητά της, μας επιστρέφει
σε μια ευδαιμονική εποχή αθωότητας, που είναι στις μέρες μας λησμονημένη. Η
ιστορία αυτή δεν παρουσιάζει στοιχεία πρωτοτυπίας, υπό την έννοια πως αποτελεί
στα βασικά της στοιχεία μια ιστορία αγάπης. Εντούτοις, το κλίμα της εφηβικής
αγνότητας και το σκηνικό πλαίσιο ενός επίγειου παραδείσου, της προσδίδουν μια
γοητεία που σπάνια συναντάμε σε σύγχρονα κείμενα.
Η
τοποθέτηση της ιστορίας στην όμορφη Σκιάθο, με τα πανέμορφα τοπία, που
παρουσιάζονται από τον Παπαδιαμάντη με αξεπέραστη ποιητικότητα, δημιουργούν
έναν κόσμο σχεδόν παραμυθένιο, όπου κυριαρχούν η ομορφιά και η αθωότητα. Η
αγνότητα του ήρωα και η σαγηνευτική παρουσίαση του φυσικού περιβάλλοντος,
αποτελούν την παραμυθένια διάσταση της ιστορίας. Ενώ, η απομυθοποιημένη θέαση
του κόσμου από τον ενήλικα ήρωα, μας επαναφέρει στη σκληρότητα της
πραγματικότητας που στερείται ουσιαστικής ευτυχίας και αγνότητας. Ο ενήλικας
ήρωας αντικρίζει και αντιλαμβάνεται τη ζωή με όλα της τα ψεγάδια και την πίκρα
που επιφυλάσσει, ωθώντας τον αναγνώστη στην κοινή διαπίστωση πως οι άνθρωποι έχουν
απομακρυνθεί από τις πραγματικές πηγές ευτυχίας κι αναλώνονται σε μια ζωή
εξαπάτησης και μόχθου.
Πού έγκειται η ιδιομορφία της
γλώσσας του Παπαδιαμάντη;
Ο
Παπαδιαμάντης στα διηγήματά του χρησιμοποιεί τόσο την καθαρεύουσα, όσο και τη
δημοτική, δημιουργώντας ένα γλωσσικό κράμα. Η δημοτική γλώσσα, που ενισχύει την
αίσθηση οικειότητας με τους ήρωες της ιστορίας, χρησιμοποιείται μόνο στα
διαλογικά τμήματα των διηγημάτων, καθώς ο συγγραφέας υιοθετεί τη γλωσσική
έκφραση των ανθρώπων της επαρχίας, αλλά και των απλών ανθρώπων της πόλης, οι
οποίοι δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ στην καθημερινότητά τους την καθαρεύουσα. Ο
συγγραφέας αντιλαμβάνεται πως το να βάλει τους ήρωές του να μιλούν μια γλωσσική
μορφή που δεν τη γνωρίζουν, θα μείωνε δραστικά την αληθοφάνεια του έργου του.
Σε
ό,τι αφορά την καθαρεύουσα ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια πιο απλή και
κατανοητή μορφή της για τα κυρίως αφηγηματικά μέρη του κειμένου, ενώ καταφεύγει
σε μια πιο προσεγμένη μορφή της στα περιγραφικά μέρη, τα οποία έχουν ιδιαίτερη
βαρύτητα στα διηγήματά του και στα οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η γοητεία
που ασκούν στους αναγνώστες.
Επίσης,
θα πρέπει να τονιστεί πως η βαθιά γνώση των εκκλησιαστικών κειμένων που
χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη, έχει ως αποτέλεσμα ο συγγραφέας να παραθέτει
φράσεις ή και χωρία ολόκληρα από τα ιερά κείμενα του χριστιανισμού.
Στο κείμενο αυτό προβάλλεται το
πάθος του συγγραφέα για τη θάλασσα. Τι συμβολίζει, κατά τη γνώμη σας, η θάλασσα
στο διήγημα αυτό;
Το
όνειρο στο κύμα είναι ένας ύμνος για την ομορφιά που κρύβεται στη ζωή κοντά στη
φύση και για την ευτυχία που ενέχει η ζωή στην απλότητά της. Ο αφηγητής -όπως
και ο συγγραφέας άλλωστε- αισθάνεται πως η ζωή στην Αθήνα είναι τελικά ένας
αφύσικος εγκλωβισμός στα στενά όρια ενός γραφείου που δεν του προσφέρει τίποτε
άλλο παρά δυστυχία. Ο αφηγητής, επομένως, αποζητά την ελευθερία του, την
ελευθερία που ένιωθε όταν βρισκόταν στο νησί του, μακριά από περιττές και
ανούσιες ευθύνες και υποχρεώσεις.
Η
περιγραφή των συναισθημάτων που βιώνει ο νεαρός ήρωας όταν κολυμπά μας
αποκαλύπτει την κατανυκτική επίδραση που του ασκεί η επαφή με τη θάλασσα.
Αισθάνεται γλύκα και μαγεία ανείπωτη, νιώθει τον εαυτό του να είναι ένα με το
κύμα, σα να μετέχει της ιδιαίτερης φύσης της θάλασσας. Διαπιστώνουμε, επομένως,
πως ο αφηγητής θεωρεί πως μέσα στη θάλασσα εκπληρώνεται πλήρως η επιθυμία του
να βρεθεί σε απόλυτη επαφή με τη φύση, και μάλιστα σε σημείο τέτοιο ώστε να
αισθάνεται μια λυτρωτική ταύτιση με το φυσικό του περιβάλλον. Όπως στην αρχή
του διηγήματος ο νεαρός εκφράζει την αίσθησή του ότι έχει μεγάλη συγγένεια με
τους ανέμους του νησιού, έτσι κι εδώ τον βλέπουμε να βιώνει μια ευδαιμονική
ένωση με τη θάλασσα. Στοιχεία που τονίζουν εμφατικά την ανάγκη του αφηγητή να
βρίσκεται κοντά στη φύση για να αισθάνεται πραγματικά ευτυχισμένος.
Η
θάλασσα είναι ο χώρος στον οποίο ο νεαρός αφηγητής μπορεί να βιώσει την
ελευθερία του στην πληρότητά της, και λειτουργεί έτσι ως ένα σύμβολο της
απόλυτα ελεύθερης ζωής. Η θάλασσα αποτελεί παράλληλα και το χώρο στον οποίο ο
νεαρός αφηγητής ζει το όνειρό του, το όνειρο στο κύμα, προσφέροντας στον νεαρό
ήρωα όχι μόνο την εξαγνιστική αίσθηση της ελευθερίας, αλλά και την ευκαιρία να
εξισωθεί με την απρόσιτη Μοσχούλα, η οποία σε κοινωνικό επίπεδο βρίσκεται πολύ
ψηλά για τα δεδομένα του νεαρού.
Είναι αληθοφανές το διήγημα
αυτό; Θα μπορούσε, κατά την άποψή σας, µια τέτοια εμπειρία να δράσει
καθοριστικά στο μέλλον ενός ανθρώπου;
Το
διήγημα βασίζεται στη δύναμη της πρώτης αγάπης, της αγάπης εκείνης που
θεμελιώνεται στην εξιδανίκευση του άλλου προσώπου και στον άδολο θαυμασμό του.
Ο συγγραφέας, επομένως, κινείται σ’ ένα πλαίσιο κοινό λίγο-πολύ σε όλους τους
ανθρώπους και παρουσιάζει την επίδραση που ασκεί στον ήρωά του ο πλατωνικός
έρωτας για μια όμορφη κοπέλα.
Η
επίδραση αυτού του έρωτα τόσο ως προς την απόφαση του νεαρού να μην ακολουθήσει
μοναστική ζωή, όσο και ως προς την αρνητική αντιμετώπιση που αποκτά ο ήρωας
απέναντι στις γυναίκες, που αδυνατούν να του προσφέρουν τη μαγευτική
συναισθηματική ένωση που είχε με τη Μοσχούλα, είναι σαφώς πιθανή. Το ξύπνημα
του ερωτικού πόθου που προκάλεσε στον ήρωα η θέαση του γυμνού σώματος της
κοπέλας, όπως και η επαφή του σώματός της πάνω στο δικό του, όταν προσπαθούσε
να τη σώσει, είναι λογικό να του δημιουργήσουν την πεποίθηση πως δεν θα
μπορούσε να ζήσει ως μοναχός, μιας και θα επανέρχονταν διαρκώς στη σκέψη του οι
ερωτικές μνήμες αυτής της εμπειρίας. Επιπλέον, τα συναισθήματα που ένιωσε ο
ήρωας στα πλαίσια του πλατωνικού αυτού έρωτα, και τα οποία λειτούργησαν ακριβώς
επειδή ο έρωτάς του παρέμεινε ανολοκλήρωτος, είναι λογικό να μην μπορεί να τα
αισθανθεί με άλλες γυναίκες. Ιδίως από τη στιγμή που οι μελλοντικές του
εμπειρίες αναφέρονται σε αγοραίους έρωτες (κυνέρωτες) και φυσικά στερούνται
κάθε έννοια εξιδανίκευσης και θαυμασμού, όπως ο έρωτας που βίωσε ο ήρωας για τη
Μοσχούλα.
Είναι γνωστές οι προσωνυμίες
του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη ως «κοσμοκαλόγερου», «αγίου των ελληνικών
γραμμάτων» κλπ. Να μελετήσετε τα κείμενα του Παπαδιαμάντη που ανθολογούνται στα
σχολικά εγχειρίδια (Γυμνασίου - Λυκείου) και να γράψετε ένα δοκίμιο περίπου 400
λέξεων µε θέμα:
α) Η θρησκευτικότητα στο έργο
του Παπαδιαμάντη ή β) Η γυναίκα στο έργο του Παπαδιαμάντη.
α) Ο
Παπαδιαμάντης υπήρξε πάντοτε αφοσιωμένος στη χριστιανική θρησκεία και η
αφοσίωσή του αυτή είναι εμφανής στα διηγήματά του, τόσο από την επίδραση που
ασκεί η χριστιανική πίστη στους ήρωές του όσο και μέσα από τις παραθέσεις
χωρίων από θρησκευτικά κείμενα. Ο συγγραφέας αντικρίζει τον κόσμο ως πιστός χριστιανός,
με αποτέλεσμα η θρησκεία να είναι διαρκώς παρούσα στο έργο του, όπως ακριβώς
είναι συνεχώς παρούσα και στην προσωπική του ζωή.
Στο
διήγημα Όνειρο στο κύμα ο ήρωας, που έχει πολλές αναλογίες με τον ίδιο τον
συγγραφέα, αποκτά την εκπαίδευσή του χάρη στη βοήθεια των ιερωμένων του νησιού
κι επιπλέον σκέφτεται πως θα ήθελε να ακολουθήσει μοναστική ζωή. Ο νεαρός ήρωας
εργάζεται στα εφηβικά του χρόνια ως βοσκός για τη Μονή του Ευαγγελισμού κι
έρχεται σε επαφή με τους ιερείς του ναού, οι οποίοι και του ενσταλάζουν κάποιες
βασικές αρχές για τη θέαση του κόσμου. Όταν, για παράδειγμα, ο νεαρός
συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται, άθελά του, στο σημείο όπου η Μοσχούλα κολυμπά
γυμνή, φέρνει στη σκέψη του τα λόγια του πάτερ Σισώη και του πνευματικού της
Μονής, παπά Γρηγόριου, ότι θα πρέπει να αποφεύγει πάντοτε τον γυναικείο
πειρασμό. Το όνειρο στο κύμα, πάντως, όπως θα το βιώσει ο νεαρός, καθώς θα
διασώζει την αγαπημένη του Μοσχούλα, θα τον επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε θα
επιλέξει τελικά να μη γίνει μοναχός.
Οι
ήρωες του Παπαδιαμάντη, βέβαια, δεν έχουν πάντοτε τόσο άμεση σχέση με την
εκκλησία και τη θρησκεία, αλλά σε κάθε περίπτωση διαπιστώνουμε ότι στις
δύσκολες στιγμές τους θυμούνται την πίστη τους και στρέφονται προς την εκκλησία
για να βρουν παρηγοριά ή σωτηρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτό είναι
το διήγημα Η Φόνισσα, στο οποίο βρίσκουμε μια γυναίκα απηυδισμένη με την
καταπίεση που βιώνουν διαρκώς οι γυναίκες, να προχωρά στην κατά συρροή
δολοφονία μικρών κοριτσιών, για να τα γλιτώσει από την άσχημη ζωή που τα
περιμένει. Η ηρωίδα του διηγήματος, η Φραγκογιαννού, μετά τον πνιγμό της
εγγονής της, που αποτελεί τον πρώτο φόνο που διαπράττει, πηγαίνει στον
Αϊ-Γιάννη τον κρυφό και του ζητά την ευκαιρία να πράξει μια καλή πράξη, για να
γαληνέψει η ψυχή της. Τα δυο κοριτσάκια που θα βρει αφύλακτα στο δρόμο της -και
τα οποία θα αποτελέσουν τα επόμενα θύματά της- θα εκληφθούν από την ηρωίδα ως
σημάδι από τον άγιο πως η φονική της δράση είναι σύμφωνη με το θέλημα του Θεού.
Η ηρωίδα ερμηνεύει όπως εκείνη θέλει τις πράξεις της, θεωρώντας πως ουσιαστικά
προσφέρει θεάρεστο έργο, γι’ αυτό και στο τέλος του διηγήματος όταν θα
καταδιώκεται από τις αρχές θα επιχειρήσει να φτάσει στον Άγιο Σώστη για να
γλιτώσει και θα βρει έτσι το θάνατο μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Άλλοτε,
η θρησκεία διατρέχει την εξέλιξη του κειμένου ως απλή αφορμή των
διαδραματιζόμενων, όπως συμβαίνει στο διήγημα Ο Αλιβάνιστος, όπου οι ήρωες
συγκεντρώνονται σ’ ένα απομακρυσμένο εκκλησάκι για να παρακολουθήσουν τη
λειτουργία της ανάστασης. Παρατηρούμε, επομένως, πως οι ήρωες του Παπαδιαμάντη
διατηρούν πάντοτε μια σχέση με τη θρησκεία, έστω κι αν η επαφή τους αυτή με τη
χριστιανική πίστη δεν επηρεάζει την εξέλιξη των γεγονότων.
β) Η
γυναίκα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διατηρεί κεντρικό ρόλο, αλλά
παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την ηλικία της. Οι νεαρές και
ανύπαντρες γυναίκες δίνονται από τον συγγραφέα ως εξαιρετικά όμορφες και με την
παρουσία τους δημιουργούν μεγάλη αναστάτωση στους νεαρούς που τις διεκδικούν,
συνήθως, όμως, χωρίς αποτέλεσμα. Ενώ, οι μεγαλύτερες γυναίκες είναι πάντοτε
βασανισμένες από τη ζωή, με πολλές πίκρες και προβλήματα, γεγονός που κάποτε
τις ωθεί σε απρόσμενες συμπεριφορές.
Η
Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα για το πώς
αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας τον γυναικείο πειρασμό. Η ηρωίδα παρουσιάζεται με
ποιητικότητα από τον αφηγητή, ο οποίος δεν μπορεί παρά να αισθανθεί ανεξέλεγκτη
έλξη για την γοητευτική, αλλά απρόσιτη αυτή κοπέλα. Η προσωπικότητα της ηρωίδας
δεν μας αποκαλύπτεται όμως, καθώς την παρατηρούμε μόνο μέσα από τα μάτια του
ερωτευμένου αφηγητή, που αρκείται να τη θαυμάζει, χωρίς να αποκτά ποτέ μια
ουσιαστική επαφή μαζί της. Έτσι, η απομυθοποίηση της κοπέλας που επιχειρείται
από τον αφηγητή στο τέλος του διηγήματος, λειτουργεί κυρίως ως επικύρωση της
προβληματικής ψυχοσύνθεσης του ήρωα και όχι ως πραγματική μομφή για την ηρωίδα.
Ένα
χαρακτηριστικό, παράδειγμα, για το πώς αντιλαμβάνεται ο Παπαδιαμάντης τις
παντρεμένες γυναίκες, βρίσκουμε στο διήγημα Πατέρα στο σπίτι, όπου η Γιαννούλα,
η ηρωίδα του κειμένου, αποκτά πέντε παιδιά με τον τεμπέλη και μέθυσο Μανώλη,
μόνο και μόνο για να βρεθεί εγκλωβισμένη σε μια ζωή πλήρους εξαθλίωσης. Η
Γιαννούλα θα εκτεθεί στα μάτια της γειτονιάς από τις επισκέψεις του
ευκατάστατου κουμπάρου του ζευγαριού, τον οποίο δέχεται μη έχοντας τρόπο να τον
απομακρύνει, αλλά και γιατί χρειάζεται τα δώρα που φέρνει σε κάθε του επίσκεψη
και ο ζηλιάρης Μανώλης θα βρει την κατάλληλη ευκαιρία να εγκαταλείψει την
οικογένειά του και να γυρίσει σε μια παλιά ερωμένη του.
Η
γνωστότερη, πάντως, ηρωίδα του Παπαδιαμάντη είναι η φόνισσα, η Φραγκογιαννού, η
οποία με τις δολοφονίες των μικρών κοριτσιών αναδεικνύει ένα σημαντικό
κοινωνικό ζήτημα της εποχής, τη δυσμενή θέση των γυναικών. Οι γυναίκες στα
χρόνια του συγγραφέα αναγκάζονταν να εργάζονται αδιάκοπα σε ολόκληρη τη ζωή
τους και να υπομένουν κάθε πιθανή ταλαιπωρία προκειμένου να μεγαλώσουν τα
παιδιά τους. Στην παιδική τους ηλικία δουλεύουν για τους γονείς τους, όταν
παντρευτούν δουλεύουν για τον άντρα τους, κι όταν τα παιδιά τους αποκτήσουν
δικά τους παιδιά δουλεύουν για το μεγάλωμα των εγγονιών τους. Μια ζωή γεμάτη
μόχθο, χωρίς ποτέ να αποκτούν ισότιμη θέση με τους άντρες και χωρίς ποτέ η
διαρκής θυσία τους να αναγνωρίζει από κανέναν. Οι γυναίκες γεννιούνται για να
δουλεύουν αδιάκοπα κι αυτό θεωρείται από την κοινωνία δεδομένο και
αδιαπραγμάτευτο.
Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη
συμπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;
Ο
τρόπος με τον οποίο ο αφηγητής μιλά για την κοπέλα, οι περιγραφές δηλαδή που
μας δίνει, αποκαλύπτουν πως ο νεαρός περνά αρκετό χρόνο παρατηρώντας την και το
κυριότερο πως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος με την παρουσία της. «Ἦτον
θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ᾿ ἐνθύμιζε
τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν
βάλει νὰ φυλάῃ τ᾿ ἀμπέλια· «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί
σου περιστεραί... Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν
της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της.» Επειδή, όμως, όλα
αυτά τα συναισθήματα τα κρατά για τον εαυτό του και δεν τολμά να πλησιάσει την
κοπέλα, έχει επιλέξει μια μικρή κατσίκα, η οποία του θυμίζει την κοπέλα και την
έχει ξεχωρίσει από το υπόλοιπο κοπάδι. «Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ
ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ
κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.» Έχει δώσει στην
κατσίκα το όνομα της κοπέλας, ώστε να μπορεί να φωνάζει άφοβα το όνομα της
αγαπημένης του, έστω κι αν το χρησιμοποιεί για την κατσίκα του. Η ομωνυμία
δηλαδή ανάμεσα στην κοπέλα και την κατσίκα, λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός
ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα, καθώς όλη τη στοργή που θα έδειχνε στην
κοπέλα Μοσχούλα τη δείχνει τώρα στην κατσίκα Μοσχούλα. Μπορούμε να αντιληφθούμε
μια διαδικασία υποκατάστασης όπου η κατσίκα Μοσχούλα γίνεται αποδέκτης των
θετικών συναισθημάτων που έχει ο αφηγητής για την κοπέλα και μπορούμε να
εντοπίσουμε έτσι το βάθος των συναισθημάτων του νεαρού για την κοπέλα Μοσχούλα,
καθώς ένα απλό ενδιαφέρον δε θα τον ωθούσε να ονομάσει την κατσίκα του
Μοσχούλα.
Πώς συνδέεται η «παγίδευση» του
ήρωα με την παγίδευση της αίγας;
Η
παγίδευση της κατσίκας, σε αφηγηματικό επίπεδο, λειτουργεί ως το στοιχείο που
αφυπνίζει τον ήρωα και τον αποδεσμεύει από την άνευ όρων παράδοσή του στη θέαση
της γυμνής Μοσχούλας, ενώ παράλληλα κινεί τα νήματα ώστε να υπάρξει μια
απρόοπτη εξέλιξη στην πλοκή, καθώς αποτελεί ουσιαστικά την αφορμή για να
κινδυνέψει η ζωή της κοπέλας.
Η
θεματική της παγίδευσης του ήρωα, όπως και η αντίστοιχη έλλειψη ελευθερίας στην
ενήλικη ζωή του, διατρέχει όλο το διήγημα. Όπως στην πρώτη ενότητα ο ενήλικας –
αφηγητής παρομοιάζει την ελευθερία που έχει ως άτομο με την ελευθερία που
δίνεται σ’ ένα σκυλί που είναι δεμένο με πολύ κοντό σχοινί, έτσι και στο
κλείσιμο του διηγήματος επαναφέρει την εικόνα αυτή και τη συσχετίζει τόσο με το
κοντό σχοινί που είχε δέσει τη Μοσχούλα, όσο και με το σχοινί που μοιάζει να
περιορίζει διαρκώς και τον ίδιο.
Η
παγίδευση της κατσίκας – Μοσχούλας, οφείλεται στην ανησυχία του ήρωα για την
αγαπημένη του κατσίκα, την οποία για να την προστατεύσει την έδεσε μ’ ένα κοντό
σχοινί. Η κατσίκα παραμένει δεμένη λόγω της αγάπης που της δείχνει ο βοσκός,
αλλά παρά τις αγαθές προθέσεις του νεαρού βοσκού, το δέσιμο αυτό αποβαίνει
μοιραίο για τη Μοσχούλα – κατσίκα. Η παγίδευση της κατσίκας θα αποτελέσει
παράλληλα και αφορμή για να οδηγηθεί το διήγημα σε μια νέα κορύφωση, καθώς η
Μοσχούλα – κοπέλα θα κινδυνέψει και ο βοσκός θα αναγκαστεί να τη σώσει.
Η
παγίδευση του νεαρού αφηγητή, οφείλεται στην ιδιαίτερη αγάπη που αισθάνεται για
την κοπέλα, γιατί ενώ είχε την ευκαιρία να φύγει από το σημείο που η κοπέλα
κολυμπούσε, δεν το έκανε. «Οὔτε μου ᾖλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἂν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς
τὸν βράχον, ὄρθιος ἢ κυρτός, μὲ σκοπὸν νὰ φύγω, ἦτον σχεδὸν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα
δὲν θὰ μ ἔβλεπε, καὶ θὰ ἠμποροῦσᾳ ν᾿ ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς ἀνατολᾶς,
ἐγὼ εὑρισκόμην πρὸς δυσμᾶς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δὲν θὰ τὴν ἐτάραττεν.»
Ο νεαρός θα μπορούσε να φύγει από εκείνο το σημείο, χωρίς απρόοπτα και θα είχε
σώσει και την αγαπημένη του κατσίκα, αφού θα είχε βρεθεί κοντά της έγκαιρα,
αλλά η έλξη που αισθάνεται για την κοπέλα δεν τον αφήνει να σκεφτεί λογικά.
Τόσο η
παγίδευση της κατσίκας, όσο και η παγίδευση του ήρωα προκαλούνται λόγω των
συναισθημάτων αγάπης και καταδεικνύουν την επίδραση που μπορεί να ασκήσει το
συναίσθημα αυτό είτε οδηγώντας σε μια οικειοθελή παγίδευση είτε σε μια
επιβεβλημένη παγίδευση. Ο ήρωας παγιδεύεται τελικά με τη δική του συναίνεση,
ενώ η μικρή κατσίκα, άθελά της.
Βρίσκετε κάποια νοηματική σχέση
ανάμεσα στην ψυχική διάθεση του ήρωα του διηγήματος Όνειρο στο κύμα και στη
φράση - κατακλείδα του διηγήματος Έρως-ήρως: «Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη,
κατενύγη, έκλαυσε κι εφάνη ήρως εις τον έρωτά του - έρωτα χριστιανικόν, αγνόν,
ανοχής και φιλανθρωπίας»; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
Ο
Γιωργής στο Έρως – ήρως, μαθαίνει ότι η κοπέλα που αγαπά από μικρό παιδί, η
Αρχόντω, παντρεύεται κάποιον μεγαλύτερό της και μάλιστα ζητούν από τον ίδιο να
μεταφέρει με τη βάρκα του το νιόπαντρο ζευγάρι και τη μητέρα της νύφης στη
Σηπιάδα, απέναντι από τη Σκιάθο, μιας κι εκεί βρίσκεται η περιουσία του
γαμπρού. Ο Γιωργής μέσα στην απελπισία του σκέφτεται να βουλιάξει τη βάρκα και
να σώσει μόνο τη νύφη, γιατί του είναι αδύνατο να βλέπει την αγαπημένη του να
φεύγει μ’ έναν άντρα μεγάλης ηλικίας, που θα μπορούσε να είναι και πατέρας της.
Τελικά, καταπνίγει τη φονική αυτή επιθυμία, ηρεμεί και φανερώνεται ήρωας στον
έρωτά του, αφού αποδέχεται το γεγονός ότι έχει χάσει για πάντα την αγαπημένη
του, διατηρώντας στη σκέψη του μόνο το ερωτικό συναίσθημα, αγνό και πλατωνικό.
Ο ήρωας στο Όνειρο στο κύμα απομακρύνεται σταδιακά από τη Μοσχούλα αλλά
διατηρεί ακέραιη την ανάμνηση από το όνειρο που έζησε όταν έσωσε τη ζωή της
αγαπημένης του, έστω κι αν ο έρωτας αυτός δε γνώρισε ποτέ την ολοκλήρωση.
Επομένως, τόσο ο Γιωργής όσο και ο νεαρός βοσκός αναγκάζονται να αποδεχτούν την
απώλεια της πραγματικής αγάπης και συμβιβάζονται με μια ζωή που στερείται
ουσιαστικής ευχαρίστησης, διατηρώντας μόνο την ανάμνηση του έρωτα.
Ποια είναι η συναισθηματική
κατάσταση του αφηγητή και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήματά του στην ενότητα;
Να απαντήσετε σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση «Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει,
και δεν εσκεπτόμην πλέον τα επίγεια».
«Ἠσθανόμην
γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἐαυτόν μου ὡς νὰ ἤμην ἕν με τὸ κῦμα, ὡς
νὰ μετεῖχαν τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς καὶ δροσώδους.» Ο αφηγητής
στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας βρίσκεται αρχικά σε πολύ καλή διάθεση, καθώς
απολαμβάνει την επαφή με τη φύση που του προσφέρει το κολύμπι στη θάλασσα κι
αμέσως μετά είναι έτοιμος να επιστρέψει στη φροντίδα του κοπαδιού του. «Τὴν
στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρώτον βῆμα, ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν
θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ
μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε
κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου, κ᾿ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν
θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ
βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς
τῆς σελήνης.»
Η
συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή αλλάζει ξαφνικά όταν συνειδητοποιεί πως
εκεί που κολυμπούσε πριν από λίγο εκείνος, έχει τώρα πέσει να κολυμπήσει η Μοσχούλα,
γεγονός που τον φέρνει σε δύσκολη θέση, μιας και γνωρίζει πως η κοπέλα
συνηθίζει να κολυμπά σ’ αυτό το μέρος κατά τη διάρκεια της ημέρας και
αντιλαμβάνεται πως θα φανεί στους άλλους σα να βρέθηκε σκόπιμα εκεί για να
παρακολουθήσει τη Μοσχούλα. «Ὤ! πῶς θὰ ἐξαφνίζετο. θὰ ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θὰ ἐφώναζεν,
εἶτα θὰ μὲ κατηγόρει διὰ σκοποὺς ἀθεμίτους, καὶ τότε ἀλλοίμονον εἰς τὸν μικρὸν
βοσκόν!» Ο νεαρός αφηγητής αναζητά έναν τρόπο διαφυγής, γιατί είναι σαφές πως
αν η κοπέλα τον αντιληφθεί, ο ίδιος θα τιμωρηθεί μόνο και μόνο γιατί βρισκόταν
εκεί, καθώς είναι προφανές πως όλοι θα θεωρήσουν πως είχε αθέμιτες προθέσεις. Ο
αφηγητής αντιλαμβάνεται πως η εξέλιξη αυτή είναι δυνητικά επικίνδυνη για τον
ίδιο, εντούτοις δεν μπορεί να κατανικήσει την περιέργεια που αισθάνεται και την
επιθυμία του να θαυμάσει την ομορφιά της Μοσχούλας. «Ἐντοσούτω ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν
ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω
καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν
κολυμβώσαν νεανίδα.» Παρά το γεγονός ότι βρέθηκε εκεί τυχαία και δεν υπήρχε
κανένας σκόπιμος σχεδιασμός από μέρους του, τελικά παρασύρεται από την έλξη του
για τη Μοσχούλα και αφήνεται στην απόλαυση που του προσφέρει η θέαση του γυμνού
σώματος της κοπέλας. «Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον
τὰ ἐπίγεια.» Ο αφηγητής ξεχνά πλέον τις ανησυχίες του και τις σκέψεις διαφυγής
και μένει εκεί έκθαμβος να κοιτάζει την όμορφη Μοσχούλα, νιώθοντας πως ζει ένα
υπέροχο όνειρο. «Καὶ πάλιν δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὸ ὄνειρον... Αἴφνης εἰς τὰς ἀνάγκας
τοῦ πραγματικοῦ κόσμου μ᾿ ἐπανέφερεν ἡ φωνὴ τῆς κατσίκας μου. Ἡ μικρὴ Μοσχούλα ἤρχισεν
αἴφνης νὰ βελάζῃ!» Ο νεαρός βοσκός θα μπορούσε να μείνει εκεί για ώρες
κοιτάζοντας την κοπέλα να κολυμπά, αλλά το βέλασμα της μικρής κατσίκας τον
επαναφέρει στην πραγματικότητα και τον αναγκάζει να σπεύσει σε βοήθεια της
Μοσχούλας – κατσίκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.