Τα είδη του απαρεμφάτου: Ως προς το άρθρο που το συνοδεύει διακρίνεται σε έναρθρο και άναρθρο.
Έναρθρο ονομάζεται το απαρέμφατο που εκφέρεται με άρθρο ουδετέρου γένους σε κάθε πτώση του ενικού αριθμού πλην της κλητικής και ισοδυναμεί με το αντίστοιχο ουσιαστικό.
Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους και δέχεται άρνηση μή.
To έναρθρο απαρέμφατο μεταφράζεται ως εξής:
α. Με αφηρημένο ουσιαστικό π.χ. Προαιροῦμαι τὸ ἐπαινεῖν τοὺς νέους. (μτφρ. Προτιμώ τον έπαινο των νέων). β. Με «το ότι »+ οριστική π.χ. Κῦρος διήνεγκε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τ δωρεῖσθαι πλεῖστα. (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά).
β. Με «το ότι »+ οριστική π.χ. Κῦρος διήνεγκε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τω δωρεῖσθαι πλεῖστα. (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά).
γ. Με «το να» + υποτακτική π.χ. Τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι τῶν προσταττομένων. (μτφρ. Τόσο απέχω από το να κάνω κάτι από αυτά του εντέλλονται).
Το έναρθρο απαρέμφατο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο λόγο ως:
1. Yποκείμενο σε οποιοδήποτε προσωπικό ρήμα και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν.
2. Αντικείμενο σε οποιοδήποτε (μεταβατικό) ρήμα και βρίσκεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, ανάλογα με τη σύνταξη του ρήματος π.χ.
i. Ἤρξαντο τοῦ διαβαίνειν. (σε γενική πτώση)
ii. Σωκράτης ἐχρητο τω ἐρωταν καὶ ἀποκρίνασθαι. (σε δοτική πτώση)
iii. Τό ἀποθνήσκειν οὐδεὶς φοβεῖται *<+ τὸ δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται. (σε αιτιατική πτώση)
3. Κατηγορούμενο με εξάρτηση από συνδετικό ρήμα π.χ Ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον.
4. Επεξήγηση (ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός) σε λέξη που προηγείται και ιδιαί-τερα σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας π.χ. Καὶ τοῦτο ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν.
5. Ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός σε μία από τις πλάγιες πτώσεις: → Γενική π.χ. Ἐπαινοῖεν δ’ ἅν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον. (γενική αντικειμενική στο «φόβον»).
→ Δοτική π.χ. Σοῦτο ὅμοιόν ἐστι τ ὀνειδίζειν. (δοτική αντικειμενική στο «ὅμοιόν»).
→ Αιτιατική π.χ. Σὸ μὲν ἐς τὴν γν ἡμῶν ἐσβάλλειν ἱκανοὶ εἰσιν. (αιτιατική της αναφοράς στο ε-πίθετο «ικανοὶ»).
6. Επιρρηματικός προσδιορισμός εμπρόθετος ή πλάγιας πτώσης:
i. Ως εμπρόθετος προσδιορισμός με τις προθέσεις διά (= επειδή, διότι), ἐπί, πρός, εἰς (για, για να, προς, στο να), κατὰ και ενίοτε εἰς (= σε, σε σχέση με, ως προς), παρά (= σε σύ-γκριση με), μετά (μετά, κατόπιν), περί (αναφορικά με, για)
π.χ. Ὁπότε Ἀθηναῖοι διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι ἄπαντα τὸν σῖτον ἔμελλον ὁμολογήσειν ὅ ,τι τις λέγοι. (εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας).
ii. Με την επιρρηματική χρήση των πλάγιων πτώσεων. α. ε γενική πτώση π.χ. Ἐτειχίσθη Ἀταλάντη ὑπὸ Ἀθηναίων τοῦ μὴ ληστὰς κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν. (γε-νική του σκοπού στο ρ. «Ἐτειχίσθη») β. σε δοτική πτώση π.χ. Τω μελεταν ἀγόμεθα εἰς ἀρετὴν. (δοτική του τρόπου στο ρ. «ἀγόμεθα»).
Το έναρθρο απαρέμφατο
Ορισμός:Έναρθρο ονομάζεται το απαρέμφατο που εκφέρεται με άρθρο ουδετέρου γένους σε κάθε πτώση του ενικού αριθμού πλην της κλητικής και ισοδυναμεί με το αντίστοιχο ουσιαστικό.
Βρίσκεται σε όλους τους χρόνους και δέχεται άρνηση μή.
To έναρθρο απαρέμφατο μεταφράζεται ως εξής:
α. Με αφηρημένο ουσιαστικό π.χ. Προαιροῦμαι τὸ ἐπαινεῖν τοὺς νέους. (μτφρ. Προτιμώ τον έπαινο των νέων). β. Με «το ότι »+ οριστική π.χ. Κῦρος διήνεγκε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τ δωρεῖσθαι πλεῖστα. (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά).
β. Με «το ότι »+ οριστική π.χ. Κῦρος διήνεγκε τῶν ἄλλων ἀνθρώπων τω δωρεῖσθαι πλεῖστα. (μτφρ. Ο Κύρος διέφερε από τους άλλους ανθρώπους στο ότι δώριζε πολλά).
γ. Με «το να» + υποτακτική π.χ. Τοσοῦτον ἀπέχω τοῦ ποιεῖν τι τῶν προσταττομένων. (μτφρ. Τόσο απέχω από το να κάνω κάτι από αυτά του εντέλλονται).
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ
1. Yποκείμενο σε οποιοδήποτε προσωπικό ρήμα και βρίσκεται σε πτώση ονομαστική π.χ. Τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῖν.
2. Αντικείμενο σε οποιοδήποτε (μεταβατικό) ρήμα και βρίσκεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, ανάλογα με τη σύνταξη του ρήματος π.χ.
i. Ἤρξαντο τοῦ διαβαίνειν. (σε γενική πτώση)
ii. Σωκράτης ἐχρητο τω ἐρωταν καὶ ἀποκρίνασθαι. (σε δοτική πτώση)
iii. Τό ἀποθνήσκειν οὐδεὶς φοβεῖται *<+ τὸ δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται. (σε αιτιατική πτώση)
3. Κατηγορούμενο με εξάρτηση από συνδετικό ρήμα π.χ Ἔστω δὴ τὸ ἀδικεῖν τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον.
4. Επεξήγηση (ομοιόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός) σε λέξη που προηγείται και ιδιαί-τερα σε ουδέτερο δεικτικής αντωνυμίας π.χ. Καὶ τοῦτο ἐστιν τὸ ἀδικεῖν, τὸ πλέον τῶν ἄλλων ζητεῖν ἔχειν.
5. Ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός σε μία από τις πλάγιες πτώσεις: → Γενική π.χ. Ἐπαινοῖεν δ’ ἅν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον. (γενική αντικειμενική στο «φόβον»).
→ Δοτική π.χ. Σοῦτο ὅμοιόν ἐστι τ ὀνειδίζειν. (δοτική αντικειμενική στο «ὅμοιόν»).
→ Αιτιατική π.χ. Σὸ μὲν ἐς τὴν γν ἡμῶν ἐσβάλλειν ἱκανοὶ εἰσιν. (αιτιατική της αναφοράς στο ε-πίθετο «ικανοὶ»).
6. Επιρρηματικός προσδιορισμός εμπρόθετος ή πλάγιας πτώσης:
i. Ως εμπρόθετος προσδιορισμός με τις προθέσεις διά (= επειδή, διότι), ἐπί, πρός, εἰς (για, για να, προς, στο να), κατὰ και ενίοτε εἰς (= σε, σε σχέση με, ως προς), παρά (= σε σύ-γκριση με), μετά (μετά, κατόπιν), περί (αναφορικά με, για)
π.χ. Ὁπότε Ἀθηναῖοι διὰ τὸ ἐπιλελοιπέναι ἄπαντα τὸν σῖτον ἔμελλον ὁμολογήσειν ὅ ,τι τις λέγοι. (εμπρόθετος προσδιορισμός της αιτίας).
ii. Με την επιρρηματική χρήση των πλάγιων πτώσεων. α. ε γενική πτώση π.χ. Ἐτειχίσθη Ἀταλάντη ὑπὸ Ἀθηναίων τοῦ μὴ ληστὰς κακουργεῖν τὴν Εὔβοιαν. (γε-νική του σκοπού στο ρ. «Ἐτειχίσθη») β. σε δοτική πτώση π.χ. Τω μελεταν ἀγόμεθα εἰς ἀρετὴν. (δοτική του τρόπου στο ρ. «ἀγόμεθα»).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.